- ενεργητικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. που ενεργεί, που έχει τη δύναμη ή την ικανότητα να δρα, δραστήριος, αποτελεσματικός: Ενεργητικός άνθρωπος.2. μτφ. (για φάρμακα), καθαρτικός, που προκαλεί κενώσεις: Ενεργητικό ποτό.3. (γραμμ.), που δηλώνει ενέργεια: Ενεργητικά ρήματα (που δηλώνουν ότι το υποκείμενο ενεργεί, π.χ. τρέχω, βάφω κτλ.). Ενεργητική φωνή (που περιλαμβάνει τα ενεργητικά ρήματα, αυτά δηλ. που λήγουν σε -ω ή -ώ, π.χ. λύω, αγαπώ κτλ.).4. το αρσ. ή θηλ. ως ουσ., ενεργητικός, ο, ενεργητική, η αυτός ή αυτή που έχει το ρόλο του αρσενικού στις ομοφυλοφυλικές σχέσεις (αντίθ. παθητικός, παθητική).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.